σελέμης

σελέμης
ο , σελέμισσα η прихлебатель, -ница, дармоед, -ка; тунеяд|ец, -ка, паразит, -ка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σελέμης" в других словарях:

  • σελέμης — ο, θηλ. σελέμισσα, Ν άτομο που ζει εις βάρος τών άλλων, παράσιτο, παρακεντές, τρακαδόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. selem] …   Dictionary of Greek

  • σελέμης — ο θηλ. σελέμισσα (λ. τουρκ.), παράσιτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σελέμικος — η, ο, θηλ. και ια, Ν [σελέμης] αυτός που αρμόζει σε σελέμη, παρασιτικός («σελέμικο φέρσιμο») επίρρ... σελέμικα Ν με τρόπο σελέμικο, παρασιτικά («ζει σελέμικα») …   Dictionary of Greek

  • σελεμίζω — και σελεμιάζω Ν [σελέμης] 1. (αμτβ.) ζω εις βάρος τών άλλων, παρασιτώ 2. (μτβ.) προμηθεύομαι κάτι χωρίς να πληρώσω, είμαι τρακαδόρος …   Dictionary of Greek

  • αμακαδόρος, -α — και ισσα, ικο και αμακαντζής, ού αυτός που ζει με την αμάκα, με έξοδα άλλου: Σελέμης κι αμακαδόρος ονομαστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρακαδόρος — ο θηλ. όρα και όρισσα αυτός που συστηματικά και χωρίς ντροπή παίρνει τζάμπα από άλλον, σελέμης, αμακαδόρος: Τρακαδόρος στα τσιγάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσανακογλείφτης — ο αυτός που γλείφει τα τσανάκια (βλ. λ.), άνθρωπος παράσιτος, σελέμης, ταπεινός, κόλακας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»